αναπαλαιώνω

αναπαλαιώνω
επαναφέρω παλαιό χτίσμα στην αρχική του μορφή, αφαιρώντας μεταγενέστερες προσθήκες βάσει προγράμματος «συντηρήσεως» από ειδικούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + παλαιός (πρβλ. αρχ. ἀναρχαΐζω «κάνω πάλι αρχαίο» < ἀνα-* + ἀρχαῖος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναπαλαιώνω — αναπαλαιώνω, αναπαλαίωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναπαλαιώνω — αναπαλαίωσα, αναπαλαιώθηκα, αναπαλαιωμένος, κάνω ένα κτίριο, αντικείμενο κτλ. να φαίνεται παλιό. Ουσ. αναπαλαίωση, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”